στολή

στολή
-ῆς + N 1 42-17-13-9-18=99 Gn 27,15; 35,2; 41,14.42; 45,22
raiment, garment, clothing (often coll. sg. rendering בגדים) Gn 27,15
στολὴν ἱματίων change of raiment Jgs 14,13
*Ex 33,5 τὰς στολὰς (τῶν δοξῶν) ὑμῶν your garments-ך/מעלי for MT ך/עלי/מ off from you; *Is 9,4 στολήν vestment-אוןשׂ? אשׂנ? for MT סאון boot (Accad. loanword); *Ez 10,2 τὴν στολήν garment-בגדים? for MT בדים linen; *Jb 30,13 μου τὴν στολήν my garment-מעילי for MT יעילו יעל they profit
see περιβολή
Cf. GOODING 1959 89-91(Ex 39,13); HARL 1986a, 69.309; LE BOULLUEC 1989 281.300.330; WEVERS
1990 444-445. 581.645; 1993 425; →LSJ Suppl(Ex 33,5); SCHLEUSNER (Is 9,4); TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στολή — equipment fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολή — η, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σπολά Α 1. ενδυμασία, ένδυμα, φορεσιά 2. (ειδικά) ομοιόμορφη ή διακριτική ενδυμασία που φοριέται με μια ορισμένη ευκαιρία ή από όσους ανήκουν σε μια τάξη, σε μια οργάνωση ή σε ένα επάγγελμα ή κατάγονται από ορισμένη περιοχή ή …   Dictionary of Greek

  • στολή — η 1. ενδυμασία: Οι στρατιώτες είναι υποχρεωμένοι να φορούν τη στολή τους και έξω από το στρατόπεδο. 2. στολίδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στολῇ — στολάζομαι array oneself in fut ind mp 2nd sg (doric) στολή equipment fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολῆι — στολῇ , στολάζομαι array oneself in fut ind mp 2nd sg (doric) στολῇ , στολή equipment fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολαῖς — στολή equipment fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολαῖσι — στολή equipment fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολαί — στολή equipment fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολᾶς — στολή equipment fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολῆς — στολή equipment fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολήν — στολή equipment fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”